- ἀτελείωτα
- ἀτελείωτοςunfinishedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
μυριόκλαυστος — μυριόκλαυστος, ον (Α) αυτός που έχει θρηνηθεί ατελείωτα, επί πολύ χρόνο, πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κλαυστος (< κλαίω), πρβλ. πάγ κλαυστος] … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λασκαράτος, Ανδρέας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1811 – 1901). Σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Ακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Κέρκυρα και ένας από τους δασκάλους του ήταν ο Ανδρέας Κάλβος· στην ίδια πόλη γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, στον οποίο και διάβαζε τα ποιήματά… … Dictionary of Greek
Μπέκετ, Σάμουελ — (Samuel Beckett, Ντάλινγκ 1906 – 1990). Ιρλανδός γαλλόφωνος συγγραφέας. Ήταν γραμματέας και συνεργάτης του Τζόις, του οποίου μπορεί να θεωρηθεί συνεχιστής στις έρευνες για την ψυχολογία της γλώσσας. Το τυπικό, όμως, χαρακτηριστικό του Μ. είναι το … Dictionary of Greek
Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… … Dictionary of Greek
Στραντιβάριους, Αντόνιο — (Stradivarius). Ιταλός οργανοποιός (Κρεμόνα 1643 – 1737), γνωστός και με το επώνυμο Στραντιβάρι. Από αριστοκρατική οικογένεια, αφοσιώθηκε στην κατασκευή μουσικών οργάνων έχοντας ως δάσκαλο τον περίφημο Νικόλα Αμάτι (1596 1684), ανιψιό του Αντρέα… … Dictionary of Greek
ατελείωτος — ατελείωτος, η, ο και ατέλειωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν τέλειωσε, δεν αποπερατώθηκε, που έμεινε ασυμπλήρωτος: Η πολυκατοικία έμεινε ατέλειωτη. 2. αυτός που δεν έχει τέλος, ο υπερβολικά μακρύς, ανεξάντλητος: Ατέλειωτα είναι τα βάσανα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραστιά — η εστία, τζάκι, γωνιά, παραγώνι: Το χειμώνα ο παππούς, καθισμένος στην παραστιά, μας έλεγε ατέλειωτα παραμύθια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)